- πρωτονύμφευτος
- -ον, Ααυτός που για πρώτη φορά ή αυτός που μόλις παντρεύτηκε, νιόγαμπρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + νυμφεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτονύμφευτοι — πρωτονύμφευτος just married masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόνυμφος — ον, Μ πρωτονύμφευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος] … Dictionary of Greek